Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός αγρότης που ζούσε με τη
γυναίκα του σ’ ένα μικρό κτήμα στην εξοχή.
Ήταν τόσο φτωχοί, ώστε αυτά
που έβγαζαν μόλις που αρκούσαν για να ζήσει. Κάποτε όμως, ένα μεγάλο
αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από το αγρόκτημα και δυο μαυροντυμένοι κύριοι
με χρυσές αλυσίδες κατέβηκαν από αυτό. Αρνήθηκαν το φτωχικό γεύμα που
τους πρόσφεραν και εξήγησαν πως ήρθαν για να δώσουν μια προσφορά για το
αγρόκτημα.
Ο φτωχός αγρότης αρνήθηκε ευγενικά και είπε πως δεν ενδιαφέρεται.
Εκείνοι για να τον δελεάσουν περισσότερο, του εξήγησαν πως με τα χρήματα
θα μπορούσε να αποκτήσει όλα όσα επιθυμούσε στη ζωή του. Κοίταξε τη
γυναίκα του και είπε στους ξένους πως έχει ήδη όλα όσα επιθυμεί. Οι
ξένοι έφυγαν θυμωμένοι.
Ύστερα από λίγο καιρό η γυναίκα του φτωχού αγρότη πέθανε. Και τότε οι
ξένοι γύρισαν με μια μεγαλύτερη προσφορά. Ο φτωχός αγρότης και πάλι
αρνήθηκε ευγενικά. Του υπενθύμισαν πως μπορούσε να απαλύνει τη μοναξιά
του με αυτά τα χρήματα. Εκείνος κοίταξε έξω τα ζώα του. Δεν δέχτηκε.
Χάνοντας την ψυχραιμία τους του είπαν πως αν είναι για τα ζώα του,
μπορούσε με τα χρήματα να φτιάξει στάβλους, να αγοράσει τροφή γι’ αυτά,
να τα πολλαπλασιάσει. Ο αγρότης είπε πως δεν είναι για τα ζώα του. Οι
ξένοι έφυγαν.
Μετά από μήνες αρρώστια βαριά έπεσε στο αγρόκτημα κι όλα τα ζώα
πέθαναν. Και τότε οι ξένοι γύρισαν πάλι. Βρήκαν τον αγρότη να σκαλίζει
με το δάχτυλό του γύρω από ένα μικρό τόσο δα λουλούδι. Του είπαν ότι
έφεραν περισσότερα χρήματα. Ο αγρότης δεν έδωσε σημασία. Ήταν πολύ
απορροφημένος.
Γι’ αυτό γίνονται όλα αυτά τώρα; Ρώτησαν θυμωμένα. Για ένα λουλούδι;
Ο αγρότης κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
Το ξέρεις πως είναι ανόητο και άσκοπο όλο αυτό, είπαν πάλι. Σύντομα θα πεθάνει. Τι σημασία έχει λοιπόν;
Ο αγρότης χάιδεψε με τα ακροδάχτυλά του το λουλούδι και σηκώθηκε.
«Για μένα και για σας ίσως να μην έχει καμιά σημασία. Μα έχει για το λουλούδι…» είπε.
Οι μαυροφορεμένοι κύριοι με τις χρυσές αλυσίδες, ποτέ δε θα καταλάβουν πως δεν αγαπάς για να σ’ αγαπήσουν.
Αγαπάς για χάρη της αγάπης…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου