Μια φορά και
έναν καιρό ζούσε ένας νεαρός βοσκός. Όταν έφτασε η ηλικία να
παντρευτεί, η μάνα του όλο και του έλεγε να διαλέξει μια από τις κοπέλες
του χωριού. Αλλά εκείνου καμία δεν του άρεζε.
– Εγώ, μάνα μου, νεράιδα θα πάρω.
Μια φορά,
καθώς πήγαινε τα πρόβατα στη βοσκή, συνάντησε δυο αδέλφια που
τσακώνονταν. Τους ρώτησε το λόγο και εκείνα του εξήγησαν ότι είχαν
κληρονομήσει δυο πράγματα από τον πατέρα τους και δεν ξέρανε πώς να τα
μοιράσουν. Το ένα ήταν μια σκούφια μαγική, που μόλις την φορούσες
γινόσουν αόρατος και το δεύτερο ήτανε ένα ζευγάρι τσαρούχια, που σ’
έκαναν με μια πατημασιά να πηδάς βουνά ολόκληρα- αλλά ο καθένας τους
ήθελε το σκουφί. Τότε τους είπε το παλικάρι να λύσουν αλλιώς το
πρόβλημα:
– Θα τρέξετε
και οι δυο σας ως εκείνο το πηγάδι και όποιος έλθει πρώτος αυτός θα
κερδίσει τη σκούφια, ο άλλος θα πάρει τα τσαρούχια. Τα δυο αδέλφια
συμφώνησαν και με το σύνθημα του βοσκού άρχισαν να τρέχουν, όσο
μπορούσαν γρηγορότερα. Ο βοσκός έβαλε τα τσαρούχια, φόρεσε και το
σκουφάκι, έγινε άφαντος και τα δυο αδέλφια, που καταλάβανε τη χαζομάρα
τους μονοιάσανε και σταματήσανε το καβγά τους.
Πέρασε από
τότε αρκετός καιρός. Κόντευε πανσέληνος και το παλικάρι πήρε την απόφαση
να πάει να βοσκήσει τα πρόβατά του κοντά στη νεραϊδόβρυση. Λες να
βγαίναν νεράιδες, σκέφτηκε. Άφησε τα πρόβατά του, έβαλε τη σκούφια του,
κάθισε εκεί κοντά κάτω από ένα δέντρο και περίμενε.
Πραγματικά
τα μεσάνυχτα κατέφτασαν δέκα νεράιδες πανέμορφες, κρέμασαν τις μαντήλες
τους σε ένα δέντρο, άρχισαν να χορεύουν, να παίζουν και να λούζονται.
Όλες ήταν πολύ όμορφες, αλλά στο παλικάρι άρεσε η μια απ’ όλες καλύτερα.
– Σαν να μυρίζει ανθρώπινο κρέας, είπε ξαφνικά μια από τις νεράιδες.
Αμέσως σταμάτησε ο χορός, κοιτάξανε όλες, δεν είδαν κανένα και η μεγαλύτερη τις καθησύχασε:
– Μπα, ο αέρας θα φέρνει τη μυρωδιά από κάπου μακριά.
Ξαναχύθηκαν
στο χορό. Τότε το παλικάρι σηκώθηκε προσεκτικά, πήγε στο δέντρο που
ήτανε οι μαντίλες, πήρε τη μαντήλα της όμορφης και την έχωσε στον κόρφο
του.
Αφού πέρασε η
ώρα, σταμάτησε η μεγαλύτερη το χορό, γιατί κόντευε να ξημερώσει και
έπρεπε να φύγουν. Πήραν λοιπόν όλες τις μαντίλες τους, μα η όμορφη
έψαχνε έψαχνε και δεν την έβρισκε. Έβαλε τις φωνές, την βοήθησαν και οι
άλλες, αλλά δεν την βρήκανε.
– Εμείς πρέπει να φύγουμε, της είπαν, βάλανε τις μαντίλες τους και εξαφανίστηκαν. Η όμορφη έμεινε μόνη της.
Ο βοσκός περίμενε ακόμα, ώσπου να πέσουν οι
πρώτες ακτίνες του ήλιου απάνω της, γιατί ήξερε ότι έτσι θα γινόταν
κανονική γυναίκα. Και τότε μόνο έβγαλε το σκουφί του και φανερώθηκε
μπροστά της.
– Να, η μαντήλα σου, της είπε, εγώ την έχω και θα γίνεις γυναίκα μου.
Έτσι και κείνη μόλις την είδε αναγκαστικά τον ακολούθησε.
Όταν φτάσανε στο σπιτάκι φώναξε αυτός την μητέρα του και της έδειξε τη νύφη της. Εκείνη την αγκάλιασε και είπε:
– Δίκιο είχες, γιέ μου. Η γυναίκα που παίρνεις είναι πανέμορφη σαν νεράιδα.
Παντρεύτηκαν οι δυο αλλά μόνο ο βοσκός ήταν ευτυχισμένος, ενώ η γυναίκα του έδειχνε όλο λυπημένη. Καθώς
γινόταν πανηγύρι μετά από μερικές ημέρες, είπε ο βοσκός στη γυναίκα του
να ντυθεί να πάνε στο πανηγύρι να χορέψουνε ως νεόνυμφοι, να την δει ο
κόσμος, και να σταματήσει να έχει αυτά τα μούτρα. Τότε η γυναίκα του
είπε:
– Αν είναι έτσι, δώσε μου να βάλω και τη μαντήλα μου να γίνω ακόμα πιο όμορφη να σε ζηλεύει ο κόσμος.
Πες, πες,
τον έπεισε, του υποσχέθηκε ότι δεν επρόκειτο να φύγει και αυτός έβγαλε
τη μαντήλα και της την έδωσε. Την φόρεσε τότε εκείνη, άστραψε ολόκληρη,
γελούσε και τραγουδούσε στο πανηγύρι και την θαύμαζε ο κόσμος.
Μετά τα
μεσάνυχτα, πάνω στο χορό, αρχίζει να στριφογυρίζει και ξαφνικά πήρε και
σηκώνεται προς τα ψηλά. Κατάλαβε ο άντρας της το λάθος του, έβαλε τις
φωνές:
– Γιατί μ’ αφήνεις, αφού μου έδωσες το λόγο σου;
– Ας μη με
πίστευες. Μα αν θέλεις να με βρεις, εγώ μένω στο γυάλινο πύργο και για
να τον φτάσεις σαράντα ζευγάρια σιδερένια παπούτσια θα χρειαστείς, του
απάντησε αυτή και εξαφανίστηκε.
Ο άντρας
γύρισε στο σπίτι απελπισμένος. Ούτε να φάει, ούτε να πιεί, τίποτα δεν
ήθελε. Πήγε στο τσαγκάρη και παρήγγειλε σαράντα ζευγάρια σιδερένια
παπούτσια. Μόλις έγιναν τα πήρε και έφυγε.
Στο δρόμο
βρήκε μια γριούλα, την ρώτησε αν ήξερε πού ήταν ο γυάλινος πύργος και
κείνη του έδειξε ένα χωματόδρομο που περνούσε από λαγκάδια ξερά και
κοντά από επικίνδυνους γκρεμούς. Έτσι άρχισε το δύσκολο περιπλάνημά του,
ώσπου κόντευαν να λιώσουν και τα τελευταία τα παπούτσια, όταν αντίκρυσε
από μακριά κάτι που γυάλιζε. Τότε ο άντρας κατάλαβε ότι αυτός ήταν ο
πύργος που ζητούσε. Έβαλε το σκουφί του να μη φαίνεται και συνέχισε το
δρόμο του.
Στην αυλή
του πύργου καθότανε λιοντάρια, αρκούδες και άλλα ζώα όλα όμως ήμερα και
ευχαριστημένα χωρίς να πειράζουν κανένα. Πέρασε τότε ο άντρας προσεκτικά
και μπήκε μέσα στον πύργο, που άστραφτε από ομορφιά. Μέσα ήτανε
τεράστιες κάμαρες και στη μία ήταν στρωμένο ένα μεγάλο τραπέζι με τα
ωραιότερα φαγητά. Κρύφτηκε τότε αυτός και περίμενε.
Πραγματικά
μετά από ώρα, όταν βασίλεψε ο ήλιος, ερχόταν μια-μια νεράιδες, βγάζανε
τις μαντίλες τους και καθότανε η καθεμιά στη θέση της. Ξαφνικά είδε και
τη γυναίκα του, που έκανε και αυτή το ίδιο. Αυτός λοιπόν στα γρήγορα
πήρε τη μαντήλα της και έφυγε, αφήνοντας τις νεράιδες να τρώνε και να
χαίρονται.
– Σαν ανθρώπινο κρέας να μυρίζει, είπε η μία.
Κοίταξαν όλες γύρω γύρω.
– Μπα, σου φαίνεται μόνο, απάντησε η μεγαλύτερη και συνέχισαν όλες ανέμελες το φαγητό.
Όταν
τελειώσανε όλες και σηκώθηκαν να ξαναβάλουν τις μαντίλες τους, η γυναίκα
του βοσκού δεν έβρισκε τη δική της και αμέσως κατάλαβε τι έγινε. Πήρε
μαζί της ένα σκυλί για να μυρίζεται το δρόμο.
Όταν την είδε από μακριά ο άντρας της να έρχεται, έβαλε τα μαγικά τσαρούχια και με λίγες πηδησιές έφτασε στο σπιτικό του.
Η καημένη η
νεράιδα όλο έτρεχε, αλλά που να τον προφτάσει. Και μόνο κατά το πρωί
αφού την χτύπησαν οι ακτίνες του ήλιου, έφτασε εκεί. Τότε ο άντρας άναψε
το φούρνο και πέταξε μέσα τη μαντήλα της νεράιδας.
Από τότε αυτή έμεινε μαζί του και ζήσανε και αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου