Λίγα χάρτινα καραβάκια έχουν τη χαρά να ταξιδέψουν. Συνήθως οι
κατασκευαστές τους, όση τέχνη κι αν βάλουν κατά τη «ναυπήγησή» τους,
συχνά τα εγκαταλείπουν στην τύχη τους…
Ένα καραβάκι στεκόταν για μέρες σε μια αμμουδιά ανάμεσα σε σπαρμένα βότσαλα, φύκια και σπασμένα ξύλα που ξεβράζονταν στην ακτή.
Ένα μικρό χάρτινο καραβάκι, που ‘χε την πλώρη στραμμένη στη θάλασσα κι αγνάντευε τα κύματα.
Τα κοιτούσε με λαχτάρα και παράπονο, τους έγνεφε και παρακαλούσε να ρθεί κάποιο να το πάρει μακριά στο πέλαγος, μα εκείνα ξετρελαμένα στο παιγνίδι τους δεν άκουγαν.
Πόσο ήθελε να πλησιάσει κάποιο κοντά του… να το πάρει, να τ’ αλαργέψει.
Ώσπου ένα μικρό κυματάκι άκουσε το παράπονό του και ήρθε απαλά χαιδεύοντας την πλώρη του.
Το καραβάκι ίσα που σάλεψε και πριν προλάβει να συνέλθει, ακόμα ένα το άγγιξε τραβόντας το προς τα μέσα.
Έπλεε στο νερό! Σάλπαρε!
Για πότε απομακρύνθηκε απ’ την ακτή ούτε που το κατάλαβε, θαρρείς και αόρατα κουπιά ανεβοκατέβαιναν με δύναμη από τις κουπαστές του και τό σπρωχναν στο πέλαγος.
Έτρεχε χορεύοντας στα κύματα χωρίς προορισμό, δίχως πηδάλιο, πυξίδα και χάρτες ναυτικούς, δίχως άγκυρα.
Σε τι θα του χρησίμευαν άλλωστε; Αυτό ήθελε μόνο ν’ ακούει τους ψιθύρους τ’ ουρανού και της θάλασσας, να παίρνει τα φιλιά των μελτεμιών. Ήθελε μοναχά να ταξιδεύει! Θα το κυβερνούσαν οι άνεμοι και σαν θα νύχτωνε, τ’ άστρα θα το καθοδηγούσαν, τα αργυρόφεγγα νερά, τα φωτεινά χαμόγελα των φάρων. Οι γλάροι θα το συντρόφευαν και τα μακρινά βουητά των κοχυλιών.
Θα μάθαινε από που έρχονται τα κύματα, το πως γεννιούνται, και που κοιμάται ο άνεμος με τα σφυρίγματά του.
Έτρεχε το καραβάκι μεσοπέλαγα, με τη μικρή του πλώρη γελαστή και τ’ άρμενά του φουσκωμένα, κάνοντας τραμπάλα στα γαλανά νερά της θάλασσας, στην αρμύρα, στα λαμπυρίσματά της.
Κι έτρεχε, έτρεχε χαρούμενο, μεθυσμένο, ελεύθερο!
Μα κάποτε το καραβάκι κουράστηκε… έπλεε αργά, όλο και πιο αργά…
Ξάφνου σταμάτησε, έμεινε ακίνητο. Αφουγκράστηκε τους ήχους του πελάγους, τα κύματα, κι έπειτα έγειρε αποκαμωμένο να ξεκουραστεί.
Φάνηκαν τα πλαϊνά του μουσκεμένα, βαριά, με δυσκoλία το κρατούσαν στην επιφάνεια.
Έγειρε κι άλλο…
Η χάρτινη καρίνα του μουλιασμένη διαλυόταν, έλιωνε, μα κρατούσε ακόμα το λευκό του πανάκι καθώς σιγά σιγά το κρυβε η θάλασσα στη φιλόξενη αγκαλιά της.
Έκεινο, παραδομένο πια κοιμόταν…
Ονειρευόταν πως τό σερναν ιππόκαμποι -τ’αλογάκια της θάλασσας- και το σεργιάνιζαν πότε στις γειτονιές των δελφινιών και πότε σε γαλαζοπράσινους βυθούς και σε κοράλλια.
Ονειρευόταν πλώρες, κύματα, πανιά, ταξίδια…
Ονειρευόταν πως γινόταν θάλασσα…
Ένα καραβάκι στεκόταν για μέρες σε μια αμμουδιά ανάμεσα σε σπαρμένα βότσαλα, φύκια και σπασμένα ξύλα που ξεβράζονταν στην ακτή.
Ένα μικρό χάρτινο καραβάκι, που ‘χε την πλώρη στραμμένη στη θάλασσα κι αγνάντευε τα κύματα.
Τα κοιτούσε με λαχτάρα και παράπονο, τους έγνεφε και παρακαλούσε να ρθεί κάποιο να το πάρει μακριά στο πέλαγος, μα εκείνα ξετρελαμένα στο παιγνίδι τους δεν άκουγαν.
Πόσο ήθελε να πλησιάσει κάποιο κοντά του… να το πάρει, να τ’ αλαργέψει.
Ώσπου ένα μικρό κυματάκι άκουσε το παράπονό του και ήρθε απαλά χαιδεύοντας την πλώρη του.
Το καραβάκι ίσα που σάλεψε και πριν προλάβει να συνέλθει, ακόμα ένα το άγγιξε τραβόντας το προς τα μέσα.
Έπλεε στο νερό! Σάλπαρε!
Για πότε απομακρύνθηκε απ’ την ακτή ούτε που το κατάλαβε, θαρρείς και αόρατα κουπιά ανεβοκατέβαιναν με δύναμη από τις κουπαστές του και τό σπρωχναν στο πέλαγος.
Έτρεχε χορεύοντας στα κύματα χωρίς προορισμό, δίχως πηδάλιο, πυξίδα και χάρτες ναυτικούς, δίχως άγκυρα.
Σε τι θα του χρησίμευαν άλλωστε; Αυτό ήθελε μόνο ν’ ακούει τους ψιθύρους τ’ ουρανού και της θάλασσας, να παίρνει τα φιλιά των μελτεμιών. Ήθελε μοναχά να ταξιδεύει! Θα το κυβερνούσαν οι άνεμοι και σαν θα νύχτωνε, τ’ άστρα θα το καθοδηγούσαν, τα αργυρόφεγγα νερά, τα φωτεινά χαμόγελα των φάρων. Οι γλάροι θα το συντρόφευαν και τα μακρινά βουητά των κοχυλιών.
Θα μάθαινε από που έρχονται τα κύματα, το πως γεννιούνται, και που κοιμάται ο άνεμος με τα σφυρίγματά του.
Έτρεχε το καραβάκι μεσοπέλαγα, με τη μικρή του πλώρη γελαστή και τ’ άρμενά του φουσκωμένα, κάνοντας τραμπάλα στα γαλανά νερά της θάλασσας, στην αρμύρα, στα λαμπυρίσματά της.
Κι έτρεχε, έτρεχε χαρούμενο, μεθυσμένο, ελεύθερο!
Μα κάποτε το καραβάκι κουράστηκε… έπλεε αργά, όλο και πιο αργά…
Ξάφνου σταμάτησε, έμεινε ακίνητο. Αφουγκράστηκε τους ήχους του πελάγους, τα κύματα, κι έπειτα έγειρε αποκαμωμένο να ξεκουραστεί.
Φάνηκαν τα πλαϊνά του μουσκεμένα, βαριά, με δυσκoλία το κρατούσαν στην επιφάνεια.
Έγειρε κι άλλο…
Η χάρτινη καρίνα του μουλιασμένη διαλυόταν, έλιωνε, μα κρατούσε ακόμα το λευκό του πανάκι καθώς σιγά σιγά το κρυβε η θάλασσα στη φιλόξενη αγκαλιά της.
Έκεινο, παραδομένο πια κοιμόταν…
Ονειρευόταν πως τό σερναν ιππόκαμποι -τ’αλογάκια της θάλασσας- και το σεργιάνιζαν πότε στις γειτονιές των δελφινιών και πότε σε γαλαζοπράσινους βυθούς και σε κοράλλια.
Ονειρευόταν πλώρες, κύματα, πανιά, ταξίδια…
Ονειρευόταν πως γινόταν θάλασσα…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου