Μια φορά κι έναν καιρό, την εποχή που οι
δράκοι, τα τζίνια και οι γίγαντες περιφέρονταν στη χώρα, ζούσε ένας
γεωργός που τον έλεγαν Μπαμπά Αγιούμπ. Ζούσε με την οικογένεια του σε
ένα μικρό χωριό με το όνομα Μαϊντάν Σαμπζ.
Ο Μπαμπά Αγιούμπ είχε πολλά
στόματα να θρέψει και έβλεπε τη ζωή του να χάνεται στη σκληρή δουλειά.
Δούλευε ολημερίς, από το ξημέρωμα μέχρι τη δύση του ήλιου, όργωνε το
χωράφι του, έσκαβε τη γη και φρόντιζε τα ισχνά φιστικόδεντρά του. Κάθε
ώρα της ημέρας, τον έβλεπες σκυφτό στο χωράφι του, φαινόταν μόνο η
καμπύλη της πλάτης του, ένα κυρτό ταλαντευόμενο δρεπάνι. Τα χέρια του,
που ήταν πάντοτε γεμάτα κάλους, συχνά αιμορραγούσαν και κάθε νύχτα τον
έπαιρνε ο ύπνος αμέσως μόλις ακουμπούσε το μάγουλο του στο προσκεφάλι.
Πρέπει να προσθέσω πως δεν ήταν ο μόνος.
Η ζωή στο Μαϊντάν Σαμπζ ήταν σκληρή για όλους τους κατοίκους. Υπήρχαν
άλλα πιο προνομιούχα χωριά στον βορρά, στις κοιλάδες, με τα οπωροφόρα
δέντρα, τα λουλούδια, το ευχάριστο αεράκι και τα ποτάμια με δροσερό,
καθαρό νερό. Αλλά το Μαϊντάν Σαμπζ, ή αλλιώς Πράσινο Λιβάδι, ήταν ένας
έρημος τόπος και δεν είχε τίποτα κοινό με την εικόνα που συνειρμικά
προκαλούσε το όνομα του. Ήταν χτισμένο σε μια επίπεδη, άνυδρη πεδιάδα,
κυκλωμένο από μια κακοτράχαλη οροσειρά. Ο αέρας ήταν καυτός και έφερνε
όλη τη σκόνη στα μάτια σου. Η άντληση νερού ήταν ένας καθημερινός αγώνας
επειδή η στάθμη του, ακόμη και στα βαθιά πηγάδια του χωριού, όλο και
χαμήλωνε. Φυσικά υπήρχε ένα ποτάμι, αλλά οι χωρικοί έπρεπε να αντέξουν
μισή μέρα περπάτημα για να φθάσουν μέχρι εκεί, και το μεγαλύτερο μέρος
του χρόνου έβρισκαν τα νερά του λασπωμένα. Τώρα, έπειτα από δέκα χρόνια
ξηρασίας, το ποτάμι ήταν πλέον ρηχό. Με άλλα λόγια, οι κάτοικοι του
Μαϊντάν Σαμπζ δούλευαν δυο φορές πιο σκληρά προκειμένου να εξασφαλίσουν
μια πενιχρή διαβίωση.
Παρ’ όλα αυτά, ο Μπαμπά Αγιούμπ θεωρούσε
τον εαυτό του τυχερό επειδή, πάνω απ’ όλα, είχε μια οικογένεια που
λάτρευε. Αγαπούσε τη γυναίκα του και ποτέ δεν ύψωνε τον τόνο της φωνής
του όταν της μιλούσε, πόσο μάλλον το χέρι του. Σεβόταν τη γνώμη της και
αντλούσε πραγματική ευχαρίστηση από τη συντροφιά της. Όσον αφορά τα
παιδιά, είχε ευλογηθεί με τόσα όσα τα δάχτυλα του ενός χεριού -τρεις
γιους και δυο κόρες-και τα αγαπούσε πολύ. Οι κόρες του ήταν φιλότιμες,
ευγενικές, και γενικά είχαν καλό χαρακτήρα και καλή φήμη. Στους γιους
του είχε ήδη διδάξει την αξία της τιμιότητας, του θάρρους, της φιλίας,
της σκληρής εργασίας χωρίς βαρυγκόμιες. Τον υπάκουαν όπως όφειλαν να
κάνουν οι καλοί γιοι- και βοηθούσαν τον πατέρα τους στα χωράφια.
Παρότι ο Μπαμπά Αγιούμπ αγαπούσε όλα τα
παιδιά του, έτρεφε κρυφά μια ιδιαίτερη αγάπη για ένα απ’ αυτά, το
μικρότερο, τον Κουάις, που ήταν τριών χρόνων. Ο Κουάις ήταν ένα αγοράκι
με σκούρα γαλανά μάτια. Γοήτευε τους πάντες με το πονηρό γελάκι του.
Ήταν επίσης από τα παιδιά που είχαν υπερβολική ενέργεια, σε βαθμό που
στράγγιζε την ενέργεια όλων των άλλων. Όταν έμαθε να περπατάει, χαιρόταν
τόσο πολύ που δε σταματούσε όλη τη μέρα, και ύστερα, άρχισε να κάνει το
ίδιο και στον ύπνο του το βράδυ, κι αυτό ήταν ανησυχητικό. Υπνοβατούσε,
έβγαινε από το χαμόσπιτο και περιπλανιόταν στη φεγγαρόλουστη νυχτιά.
Ήταν φυσικό οι γονείς του να ανησυχήσουν. Αν έπεφτε στο πηγάδι, αν
χανόταν ή, ακόμη χειρότερα, αν του επι-τίθετο κάποιο από τα πλάσματα που
παραμόνευαν στους βάλτους τη νύχτα; Δοκίμασαν πολλά γιατρικά, αλλά
κανένα δε λειτούργησε. Στο τέλος, ο Μπαμπά Αγιούμπ βρήκε μια απλή λύση.
Έβγαλε ένα μικρό κουδούνι από τον λαιμό μιας από τις κατσίκες του και
την κρέμασε γύρω από τον λαιμό του παιδιού. Έτσι, αν ο Κουάις σηκωνόταν
τη νύχτα, κάποιος θα ξυπνούσε από το κουδούνι. Η υπνοβασία σταμάτησε
ύστερα από λίγο καιρό, αλλά ο Κουάις συνήθισε το κουδούνι και αρνιόταν
να το αποχωριστεί. Και παρότι ήταν πλέον άχρηστο, παρέμεινε δεμένο στο
σχοινί γύρω από τον λαιμό του αγοριού. Όταν ο Μπαμπά Αγιούμπ επέστρεφε
στο σπίτι μετά τη δουλειά, έπινε το τσάι του, κοίταζε τη φαμίλια του και
ονειρευόταν τη μέρα που όλα τα παιδιά του θα ήταν παντρεμένα και θα
είχαν τα δικά τους παιδιά, κι εκείνος θα ήταν ένας περήφανος πατριάρχης
μιας ακόμη μεγαλύτερης οικογένειας.
Όμως, Αμπντουλάχ και Παρί, οι μέρες της
ευτυχίας έφθασαν στο τέλος τους. Κι αυτό συνέβη τη μέρα που ο δράκος
ήρθε το Μαϊντάν Σαμπζ. Κατέβηκε από τα βουνά και, καθώς πλησίαζε το
χωριό, η γη άρχισε να σείεται σε κάθε βήμα του. Οι χωρικοί πέταξαν τα
φτυάρια και τις τσάπες τους και σκόρπισαν. Αμπαρώθηκαν στα σπίτια τους
και σφιχταγκαλιάστηκαν. Όταν οι εκκωφαντικοί ήχοι από τα βήματα του
δράκου σταμάτησαν, ο ουρανός του Μαϊντάν Σαμπζ σκοτείνιασε από τη σκιά
του. Κάποιοι είπαν πως καμπυλωτά κέρατα ξεφύτρωναν από το κεφάλι του και
πως ατίθασα μαύρα μαλλιά σκέπαζαν τους ώμους και τη δυνατή ουρά του.
Είπαν πως τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και πετούσαν σπίθες. Κανένας δεν
ήξερε με βεβαιότητα, τουλάχιστον κανένας ζωντανός, όπως καταλαβαίνετε· ο
δράκος καταβρόχθιζε επιτόπου όσους τολμούσαν να του ρίξουν έστω και μια
ματιά. Και γνωρίζοντας αυτό οι χωρικοί θεώρησαν φρόνιμο να μη σηκώσουν
το βλέμμα τους από τη γη.
Όλοι στο χωριό ήξεραν τον λόγο που είχε
έρθει ο δράκος. Είχαν ακούσει τις φήμες για τις επισκέψεις του σε άλλα
χωριά και απορούσαν που το Μαϊντάν Σαμπζ είχε για τόσο καιρό διαφύγει
από την προσοχή του. Ίσως, έλεγαν, η φτωχική και περιορισμένη ζωή τους
στο Μαϊντάν Σαμπζ να είχε λειτουργήσει υπέρ τους, καθώς τα παιδιά τους
δεν ήταν τόσο καλοθρεμμένα, δεν είχαν και πολύ κρέας πάνω τους. Αλλά
τώρα πια η τύχη τους είχε εγκαταλείψει.
Το Μαϊντάν Σαμπζ έτρεμε και περίμενε με
κομμένη την ανάσα. Οι οικογένειες προσεύχονταν να προσπεράσει ο δράκος
το σπίτι τους, καθώς γνώριζαν πως, αν ο δράκος χτυπούσε τη στέγη τους,
θα ήταν αναγκασμένοι να δώσουν ένα από τα παιδιά τους. Ο δράκος τότε θα
έριχνε το παιδί στον σάκο, θα το φόρτωνε στον έναν ώμο του και θα
έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής. Ποτέ κανένας δε θα ξανάβλεπε το
κακόμοιρο παιδί. Και αν κάποια οικογένεια αρνιόταν, τότε ο δράκος θα
έπαιρνε όλα τα παιδιά της.
Και πού τα πήγαινε ο δράκος τα παιδιά;
Τα πήγαινε στο κάστρο του, που δέσποζε σε ένα απόκρημνο βουνό. Το κάστρο
του δράκου ήταν πολύ μακριά από το Μαϊντάν Σαμπζ. Κοιλάδες, κάμποσες
έρημοι και δυο οροσειρές έπρεπε να διανύσει κάποιος για να το φτάσει.
Και ποιος λογικός άνθρωπος θα έκανε τέτοιο πράγμα, όταν το μόνο σίγουρο
ήταν πως θα έβρισκε τον θάνατο; Έλεγαν πως το κάστρο ήταν γεμάτο
μπουντρούμια, με μιταλτάδες να κρέμονται στους τοίχους και τσιγκέλια στο
ταβάνι για το κρέας. Έλεγαν πως υπήρχαν γιγάντιες σούβλες και λάκκοι με
φωτιά. Έλεγαν πως, αν έπιανε κάποιον καταπατητή, ο δράκος αμέσως
ξεπερνούσε την αποστροφή του για το κρέας των ενηλίκων.
Υποθέτω πως αντιλαμβάνεστε ποια στέγη
χτύπησε ο δράκος. Μόλις ο Μπαμπά Αγιούμπ άκουσε το χτύπημα, άφησε να του
ξεφύγει από τα χείλη μια εναγώνια κραυγή, η δε γυναίκα του πάγωσε. Τα
παιδιά έκλαιγαν από τον τρόμο και την απελπισία, επειδή γνώριζαν πως ο
χαμός ενός εξ αυτών ήταν πλέον βέβαιος. Η οικογένεια είχε προθεσμία
μέχρι το επόμενο πρωί για να κάνει την προσφορά της.
Τι να σας πω για το μαρτύριο που πέρασαν
ο Μπαμπά Αγιούμπ και η γυναίκα του εκείνο το βράδυ. Κανένας γονιός δεν
πρέπει να αναγκάζεται να κάνει τέτοια επιλογή. Κρυφά από τα παιδιά τους,
ο Μπαμπά Αγιούμπ και η σύζυγος του συζητούσαν για το τι έπρεπε να
κάνουν. Μιλούσαν κι οδύρονταν, μιλούσαν κι οδύρονταν. Όλη νύχτα
πηγαινοέρχονταν απελπισμένοι, το ξημέρωμα πλησίαζε και εκείνοι ακόμη δεν
είχαν καταλήξει σε κάποια απόφαση – και ίσως αυτό να ήθελε κι ο δράκος,
καθώς η αναποφασιστικότητα τους θα του επέτρεπε να πάρει πέντε παιδιά
αντί για ένα. Στο τέλος, ο Μπαμπά Αγιούμπ μάζεψε έξω από το σπίτι πέντε
πέτρες ίδιου μεγέθους και σχήματος. Πάνω σε καθεμιά από αυτές χάραξε το
όνομα ενός παιδιού και στη συνέχεια έριξε τις πέτρες σε ένα σακούλι.
Όταν έτεινε το σακούλι στη γυναίκα του, εκείνη τραβήχτηκε μακριά λες και
το σακούλι περιείχε κάποιο δηλητηριώδες φίδι.
«Δεν μπορώ να το κάνω», είπε στον άντρα της, κουνώντας το κεφάλι. «Δεν μπορώ να διαλέξω εγώ. Δεν το αντέχω».
«Ούτε κι εγώ το αντέχω», άρχισε να λέει ο
Μπαμπά Αγιούμπ, αλλά είδε μέσα από το παράθυρο πως ο ήλιος σε λίγο θα
ανέτελλε πάνω από τους λόφους. Ο χρόνος τελείωνε. Κοίταξε θλιμμένα τα
πέντε παιδιά του. Ένα δάχτυλο έπρεπε να κοπεί για να σωθεί το χέρι.
Έκλεισε τα μάτια και τράβηξε μια πέτρα από το σακούλι.
Υποθέτω πως μαντεύετε ποια πέτρα έτυχε
να διαλέξει ο Μπαμπά Αγιούμπ. Όταν είδε το όνομα πάνω της, σήκωσε το
κεφάλι του ψηλά και άφησε να του ξεφύγει μια κραυγή. Με τσακισμένη την
καρδιά, πήρε τον μικρότερο γιο του στην αγκαλιά, και ο Κουάις, που είχε
τυφλή εμπιστοσύνη στον πατέρα του, τύλιξε με χαρά τα χέρια του γύρω από
τον λαιμό του Μπαμπά Αγιούμπ. Τη στιγμή όμως που ο πατέρας του τον άφησε
έξω από το σπίτι και έκλεισε την πόρτα, τότε το παιδί συνειδητοποίησε
τι συνέβαινε. Ο Μπαμπά Αγιούμπ παρέμεινε όρθιος, με τα μάτια κλειστά, τα
δάκρυα να κυλούν από τα δυο του μάτια, την πλάτη ακουμπισμένη στην
πόρτα, την ώρα που ο λατρεμένος του Κουάις κοπανούσε τις μικρές του
γροθιές πάνω της, φωνάζοντας στον πατέρα του να του ανοίξει να μπει στο
σπίτι, και εκείνος ψιθύριζε: «Συγχώρεσέ με, συγχώρεσε με», καθώς η γη
σειόταν από τα βήματα του δράκου. Ο γιος του στρίγκλιζε και η γη
σείστηκε ξανά και ξανά, καθώς ο δράκος απομακρυνόταν από το Μαϊντάν
Σαμπζ, μέχρι που στο τέλος το άφησε πίσω του κι η γη σταθεροποιήθηκε και
έπεσε παντού σιωπή, αλλά ο Μπαμπά Αγιούμπ συνέχιζε να κλαίει και να
ζητάει συγχώρεση από τον Κουάις.
Ακολούθησε μια περίοδος πένθους σαράντα
ημερών. Καθημερινά, οι γείτονες μαγείρευαν για την οικογένεια και
αγρυπνούσαν μαζί τους. Οι άνθρωποι τους έφερναν όποια προσφορά μπορούσαν
-τσάι, γλυκά, ψωμί, αμύγδαλα-μαζί με τα συλλυπητήρια και τη
συμπαράσταση τους. Ο Μπαμπά Αγιούμπ μετά δυσκολίας κατόρθωνε να ψελλίσει
ένα ευχαριστώ. Καθόταν σε μια γωνία κι έκλαιγε, έχυνε ποταμούς δακρύων
από τα δυο του μάτια σαν να σκόπευε να βάλει τέλος και στην ξηρασία του
χωριού. Ούτε στον χειρότερο εχθρό σου δε θα ευχόσουν τέτοιο πόνο, τέτοιο
βασανιστήριο.
Πέρασαν κάμποσα χρόνια. Η ξηρασία
συνεχιζόταν, και το Μαϊντάν Σαμπζ έπεσε σε ακόμη χειρότερη ένδεια.
Αρκετά παιδιά πέθαναν από δίψα στην κούνια τους. Στα πηγάδια η στάθμη
του νερού χαμήλωσε κι άλλο και το ποτάμι στέρεψε, αντίθετα με τον καημό
του Μπαμπά Αγιούμπ, που κάθε μέρα που περνούσε ο πόνος του όλο και
ξεχείλιζε. Ήταν πλέον άχρηστος για την οικογένεια του. Δε δούλευε, δεν
προσευχόταν, έτρωγε ελάχιστα. Η γυναίκα και τα παιδιά του τον
παρακαλούσαν αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι εναπομείναντες γιοι του
αναγκάστηκαν να αναλάβουν τη δουλειά του, επειδή ο Μπαμπά Αγιούμπ δεν
έκανε πλέον τίποτα, πέρα από το να κάθεται στην άκρη του χωραφιού του,
μια μοναχική, τραγική φιγούρα που κοίταζε προς το μέρος των βουνών.
Σταμάτησε να μιλάει στους συγχωριανούς του επειδή νόμιζε πως
μουρμούριζαν διάφορα πίσω από την πλάτη του. Έλεγαν πως ήταν δειλός που
έδωσε με τη θέληση του τον γιο του. Πως ήταν ακατάλληλος για πατέρας.
Ένας αληθινός πατέρας θα πάλευε με τον δράκο. Θα πέθαινε υπερασπιζόμενος
την οικογένεια του.
Αυτό το ανέφερε στη γυναίκα του ένα βράδυ.
«Δε λένε τέτοια πράγματα», απάντησε η γυναίκα του. «Κανένας δε σε θεωρεί δειλό».
«Τους ακούω», της είπε.
«Τη δική σου φωνή ακούς, άντρα μου», του
είπε εκείνη. Και δεν του είπε λέξη για όσα οι συγχωριανοί του ψιθύριζαν
πίσω από την πλάτη του. Δεν του είπε ότι έλεγαν πως είχε μάλλον
τρελαθεί.
Και μια μέρα επιβεβαίωσε την υποψία
τους. Σηκώθηκε χαράματα. Χωρίς να ξυπνήσει τη γυναίκα και τα παιδιά του,
έχωσε λίγα κομμάτια ψωμί στο σακούλι του, φόρεσε τα παπούτσια του,
έδεσε το δρεπάνι του με το μακρύ στειλιάρι γύρω από τη μέση κι
αναχώρησε.
Περπάτησε πολλές, πάρα πολλές μέρες.
Περπατούσε μέχρι που ο ήλιος γινόταν μια αμυδρή κόκκινη λάμψη στο βάθος.
Τις νύχτες κοιμόταν σε σπηλιές, ενώ έξω ο αέρας λυσσομανούσε, ή
κοιμόταν πλάι σε ποτάμια, κάτω από δέντρα και ανάμεσα σε βράχους. Έτρωγε
το ψωμί του, και έπειτα έτρωγε ό,τι έβρισκε· άγρια βατόμουρα,
μανιτάρια, ψάρια που έπιανε με τα χέρια του από ρυάκια. Υπήρχαν και
μέρες που δεν έτρωγε τίποτα. Αλλά συνέχιζε να προχωράει. Όταν κάποιοι
περαστικοί τον ρωτούσαν πού πήγαινε, τους έλεγε, και τότε άλλοι
γελούσαν, άλλοι απομακρύνονταν βιαστικά από φόβο πως ήταν τρελός, και
κάποιοι προσεύχονταν για λογαριασμό του – όσοι είχαν χάσει κάποιο παιδί
από τον δράκο. Ο Μπαμπά Αγιούμπ προχωρούσε με το κεφάλι σκυφτό. Όταν τα
παπούτσια του διαλύθηκαν, τα έδεσε με σχοινιά στα πόδια του και, όταν
σκίστηκαν και τα σχοινιά, συνέχισε να προχωράει ξυπόλυτος. Κι έτσι
ταξίδεψε, έτσι πέρασε έρημους, κοιλάδες και βουνά.
Και έφθασε επιτέλους στο βουνό όπου
βρισκόταν το κάστρο του δράκου. Ήταν τόσο ανυπόμονος να εκπληρώσει την
αποστολή του που δε σταμάτησε να ξεκουραστεί και άρχισε αμέσως να
σκαρφαλώνει. Τα ρούχα του ήταν κουρελιασμένα, τα πόδια του ματωμένα, τα
μαλλιά του καλυμμένα από τη σκόνη αλλά η απόφαση του αμετακίνητη. Τα
μυτερά βράχια έσκιζαν τις φτέρνες του. Γεράκια τσιμπούσαν τα μαγουλά του
όταν περνούσε από τη φωλιά τους. Άγριες ριπές του ανέμου παραλίγο να
τον ρίξουν κάτω από τη βουνοπλαγιά. Αλλά εκείνος συνέχισε να ανεβαίνει,
να περνάει τους βράχους, μέχρι που στο τέλος στάθηκε μπροστά στις
γιγάντιες πύλες του κάστρου του δράκου.
«Ποιος τολμάει;» ήχησε η φωνή του δράκου όταν ο Μπαμπά Αγιούμπ πέταξε μια πέτρα στις πύλες.
Ο Μπαμπά Αγιούμπ δήλωσε το όνομα του. «Έρχομαι από το χωριό του Μαϊντάν Σαμπζ», είπε.
«θέλεις να πεθάνεις; Σίγουρα αυτό πρέπει
να θέλεις για να έρχεσαι εδώ, στο σπίτι μου, και να με ενοχλείς. Τι
δουλειά έχεις εδώ πέρα;»
«Ήρθα για να σε σκοτώσω».
Ακολούθησε μια παύση από την πίσω πλευρά
της πύλης. Έπειτα οι πύλες άνοιξαν τρίζοντας, και όρθιος εκεί στεκόταν ο
δράκος, απειλητικός ορθωνόταν πάνω από τον Μπαμπά Αγιούμπ με όλη την
εφιαλτική του ακτινοβολία.
«Αλήθεια;» ακούστηκε μια φωνή δυνατή σαν κεραυνός.
«Όντως», είπε ο Μπαμπά Αγιούμπ. «Κάποιος από εμάς τους δυο θα πεθάνει σήμερα».
Για μια στιγμή φάνηκε πως ο δράκος θα
άρπαζε τον Μπαμπά Αγιούμπ και θα τον καταβρόχθιζε σε μια μπουκιά με τα
τρομακτικά και αιχμηρά σαν στιλέτα δόντια του. Αλλά κάτι έκανε το πλάσμα
να διστάσει, τα μάτια του στένεψαν. Ίσως να ήταν η τρέλα που διέκρινε
στα λόγια του γέρου. Ίσως η εμφάνιση του γέρου: τα κουρέλια του, το
γεμάτο αίματα πρόσωπο του, η σκόνη που τον κάλυπτε ολόκληρο, οι ανοιχτές
πληγές στο δέρμα του. Η ίσως να ήταν το γεγονός πως ο δράκος δε
διέκρινε ίχνος φόβου στα μάτια του.
«Από πού είπες πως έρχεσαι;»
«Από το Μαϊντάν Σαμπζ», αποκρίθηκε ο Μπαμπά Αγιούμπ.
«Πρέπει να είναι μακριά αυτό το Μαϊντάν Σαμπζ, αν κρίνω από την εμφάνιση σου».
«Δεν ήρθα μέχρι εδώ για κουβεντούλα. Ήρθα εδώ για να…»
Ο δράκος σήκωσε ένα γαντοφορεμένο χέρι.
«Ώστε έτσι λοιπόν. Ήρθες εδώ για να με σκοτώσεις. Το ξέρω. Αλλά σίγουρα
μου δίνεις το περιθώριο να πω δυο λόγια πριν από το τέλος μου».
«Πολύ καλά», είπε ο Μπαμπά Αγιούμπ. «Αλλά μόνο δυο λόγια».
«Σ’ ευχαριστώ». Ο δράκος χαμογέλασε. «Μπορώ να σε ρωτήσω τι κακό σου έχω κάνει και μου αξίζει να πεθάνω;»
«Μου πήρες τον μικρότερο γιο μου», απάντησε ο Μπαμπά Αγιούμπ. «Ήταν ό,τι αγαπούσα περισσότερο σ’ αυτόν τον κόσμο».
Ο δράκος γρύλισε και χτύπησε το σαγόνι του. «Έχω πάρει πολλά παιδιά από πολλούς πατεράδες», παραδέχτηκε.
Ο Μπαμπά Αγιούμπ τράβηξε το δρεπάνι του θυμωμένα. «Τότε θα πάρω εκδίκηση και για λογαριασμό τους».
«Πρέπει να ομολογήσω πως θαυμάζω το κουράγιο σου».
«Δεν έχεις ιδέα από κουράγιο», είπε ο
Μπαμπά Αγιούμπ. «Το κουράγιο υπάρχει όταν κάτι διακυβεύεται. Εγώ ήρθα
εδώ μην έχοντας τίποτα να χάσω».
«Έχεις τη ζωή σου και μπορεί να τη χάσεις», είπε ο δράκος.
«Μου την έχεις ήδη πάρει».
Ο δράκος γρύλισε ξανά και μελέτησε τον
Μπαμπά Αγιούμπ εξεταστικά. Έπειτα από λίγο είπε: «Πολύ καλά, λοιπόν.
Δέχομαι να μονομαχήσουμε. Αλλά πρώτα σου ζητώ να με ακολουθήσεις».
‘Γρήγορα», είπε ο Μπαμπά Αγιούμπ. «Η
υπομονή μου εξαντλήθηκε». Αλλά ο δράκος προχωρούσε ήδη σε έναν γιγάντιο
διάδρομο, και ο Μπαμπά Αγιούμπ δεν είχε παρά να τον ακολουθήσει.
Περπατούσε πίσω από τον δράκο σε έναν λαβύρινθο από διαδρόμους, η οροφή
του καθενός έξυνε σχεδόν τον συννεφιασμένο ουρανό, και ο καθένας
στηριζόταν σε κολοσσιαίες κολόνες. Πέρασαν πολλές σκάλες και αίθουσες
αρκετά μεγάλες για να χωρέσουν ολόκληρο το Μαϊντάν Σαμπζ. Συνέχισαν να
περπατούν μέχρι που στο τέλος ο δράκος οδήγησε τον Μπαμπά Αγιούμπ σε μια
τεράστια αίθουσα, στην άκρη της οποίας υπήρχε μια κουρτίνα.
«Πλησίασε», του έκανε νόημα ο δράκος. Ο
Μπαμπά Αγιούμπ στάθηκε δίπλα στον δράκο. Ο δράκος τράβηξε τις κουρτίνες.
Πίσω υπήρχε ένα γυάλινο παράθυρο.
Μέσα από το παράθυρο, ο Μπαμπά Αγιούμπ
έσκυψε και είδε έναν γιγάντιο κήπο. Σειρές από κυπαρίσσια κύκλωναν τον
κήπο, κάτω στο χώμα φύτρωναν λουλούδια όλων των χρωμάτων. Υπήρχαν
λιμνούλες με γαλάζια πλακίδια, μαρμάρινες βεράντες και πυκνό πράσινο
γρασίδι. Ο Μπαμπά Αγιούμπ είδε όμορφα σμιλεμένους φράχτες και
σιντριβάνια να κελαρύζουν κάτω στη σκιά της δεντροστοιχίας. Ούτε σε
τρεις ζωές δε φανταζόταν πως θα έβλεπε ένα τόσο όμορφο μέρος.
Αλλά αυτό που τον έκανε να λυγίσει ήταν η
θέα των παιδιών που έτρεχαν και έπαιζαν χαρούμενα στον κήπο. Κυνηγούσαν
το ένα το άλλο μέσα στα μονοπάτια και γύρω από τα δέντρα. Έπαιζαν
κρυφτό πίσω από τους φράχτες. Τα μάτια του Μπαμπά Αγιούμπ έψαξαν τα
παιδιά και στο τέλος βρήκε αυτόν που έψαχνε. Να τος εκεί πέρα! Ο γιος
του ο Κουάις, ζωντανός, και κάτι παραπάνω από καλά. Είχε ψηλώσει και τα
μαλλιά του ήταν μακρύτερα απ’ ό,τι ο πατέρας του θυμόταν. Φορούσε ένα
όμορφο λευκό πουκάμισο πάνω από ένα ωραίο παντελόνι. Γελούσε χαρούμενα
καθώς έτρεχε πίσω από τους δυο φίλους του.
«Κουάις», ψιθύρισε ο Μπαμπά Αγιούμπ, η ανάσα του θόλωσε το τζάμι. Στη συνέχεια φώναξε το όνομα του γιου του.
«Δεν μπορεί να σε ακούσει», είπε ο δράκος. «Ούτε να σε δει».
Ο Μπαμπά Αγιούμπ άρχισε να πηδάει πάνω
κάτω, κουνώντας τα χέρια του και χτυπώντας το τζάμι, μέχρι που ο δράκος,
για άλλη μια φορά, τράβηξε τις κουρτίνες.
«Δεν καταλαβαίνω», είπε ο Μπαμπά Αγιούμπ. «Νόμιζα…»
«Αυτή είναι η ανταμοιβή σου», είπε ο δράκος.
»»Τι εννοείς; Εξήγησε μου», φώναξε ο Μπαμπά Αγιούμπ.
«Σου έκανα ένα τεστ».
«Ένα τεστ;»
«Ένα τεστ της αγάπης σου. Ήταν σκληρή
δοκιμασία, το αναγνωρίζω, και δεν παραβλέπω το βαρύ τίμημα που έπρεπε να
πληρώσεις. Αλλά το πέρασες. Αυτή είναι η ανταμοιβή σου. Και η δική
του».
«Και αν δεν είχα διαλέξει;» φώναξε ο Μπαμπά Αγιούμπ. «Αν είχα αρνηθεί το τεστ σου;»
«Τότε όλα τα παιδιά σου θα είχαν χαθεί»,
απάντησε ο δράκος, «επειδή θα ήταν ούτως ή άλλως καταδικασμένα, καθώς
θα τα είχε μεγαλώσει ένας αδύναμος άνθρωπος. Ένας δειλός που θα
προτιμούσε να τα δει όλα να πεθαίνουν από το να βαρύνει τη δική του
συνείδηση. Λες πως δεν έχεις κουράγιο, αλλά εγώ διακρίνω το αντίθετο.
Αυτό που έκανες, το βάσανο που δέχτηκες να φορτωθείς στους ώμους σου,
χρειάζεται κουράγιο. Γι’ αυτόν τον λόγο, σε εκτιμώ».
Ο Μπαμπά Αγιούμπ τράβηξε αργά το δρεπάνι
του, αλλά γλίστρησε από το χέρι του, έπεσε και χτύπησε το μαρμάρινο
πάτωμα με δυνατό κρότο. Τα γόνατα του έτρεμαν και αναγκάστηκε να
καθίσει.
«Ο γιος σου δε σε θυμάται», συνέχισε ο
δράκος. «Αυτή είναι τώρα η ζωή του, και είδες με τα μάτια σου πως είναι
ευτυχισμένος. Εδώ του παρέχονται τα καλύτερα φαγητά και ρούχα, φιλικά
και με φροντίδα. Εκπαιδεύεται στις τέχνες, στα γράμματα και στις
επιστήμες, στα φιλοσοφικά ρεύματα και στη φιλανθρωπία. Δεν του λείπει
τίποτα. Κάποια μέρα, όταν γίνει άντρας, μπορεί να επιλέξει να φύγει, και
θα είναι ελεύθερος να το κάνει. Υποψιάζομαι πως θα επηρεάσει πολλές
ζωές με την ευγένεια του και θα προσφέρει χαρά σε όσους είναι
παγιδευμένοι μέσα στη θλίψη».
«Θέλω να τον δω», είπε ο Μπαμπά Αγιούμπ. «Θέλω να τον πάρω σπίτι».
«Αλήθεια;»
Ο Μπαμπά Αγιούμπ κοίταξε ψηλά τον δράκο.
Το θηρίο προχώρησε προς ένα ντουλάπι που
ήταν τοποθετημένο κοντά στις κουρτίνες και έβγαλε μια κλεψύδρα από ένα
συρτάρι. Ξέρεις τι είναι αυτό, Αμπντουλάχ; Ξέρεις τι είναι μια κλεψύδρα;
Ξέρεις. Ωραία. Ο δράκος πήρε την κλεψύδρα, την αναποδογύρισε και την
τοποθέτησε στα πόδια του Μπαμπά Αγιούμπ.
«θα σου επιτρέψω να τον πάρεις μαζί σου
στο σπίτι», συμφώνησε ο δράκος. «Αν επιλέξεις αυτό, δε θα επιστρέψει
ποτέ ξανά εδώ. Αν όχι, τότε εσύ δε θα μπορέσεις να ξανάρθεις. Όταν όλη η
άμμος πέσει, θα ζητήσω την απόφαση σου».
Και λέγοντας αυτό, ο δράκος βγήκε από το δωμάτιο, αφήνοντας τον Μπαμπά Αγιούμπ μόνο του να πάρει ακόμη μια επώδυνη απόφαση.
Θα τον πάρω στο σπίτι, σκέφτηκε αμέσως ο
Μπαμπά Αγιούμπ. Αυτό επιθυμούσε πάνω απ’ όλα, με όλη του την ψυχή. Αυτό
δεν είχε ονειρευτεί σε χιλιάδες όνειρα; Να κρατήσει ξανά στην αγκαλιά
του τον μικρό του Κουάις, να φιλήσει το μάγουλο του και να νιώσει την
απαλότητα των μικρών χεριών του μέσα στα δικά του; Αλλά… αν τον έπαιρνε
στο σπίτι, τι είδους ζωή περίμενε τον Κουάις στο Μαϊντάν Σαμπζ; Στην
καλύτερη περίπτωση η σκληρή ζωή ενός χωρικού, σαν τη δική του, ή ακόμη
χειρότερη. Κι αυτό, αν ο Κουάις δεν πέθαινε από την ξηρασία όπως τόσα
και τόσα από τα παιδιά των συγχωριανών του. Τότε θα μπορούσες ποτέ να
συγχωρήσεις τον εαυτό σου, αναρωτήθηκε ο Μπαμπά Αγιούμπ, γνωρίζοντας πως
τον ξερίζωσες για τους οίκους σον εγωιστικούς λόγους από μια πολυτελή
ζωή με ανέσεις και ευκαιρίες; Αλλά αν άφηνε εδώ τον Κουάις, πώς θα το
άντεχε, πώς θα άντεχε να ξέρει πως το παιδί του ήταν ζωντανό, να ξέρει
πού βρίσκεται και να μην μπορεί να το δει; Πώς θα το άντεχε; Ο Μπαμπά
Αγιούμπ έκλαψε. Ένιωσε τέτοια απόγνωση που πήρε την κλεψύδρα και την
πέταξε στον τοίχο. Η κλεψύδρα έγινε χίλια κομμάτια και η ψιλή άμμος που
περιείχε χύθηκε στο πάτωμα.
Ο δράκος μπήκε ξανά στο δωμάτιο και βρήκε τον Μπαμπά Αγιοΰμπ να στέκεται πάνω από τα σπασμένα γυαλιά, με τους ώμους πεσμένους.
«Είσαι ένα βάρβαρο κτήνος», είπε ο Μπαμπά Αγιοΰμπ.
«Όταν έχεις ζήσει τόσο πολύ όσο εγώ»,
απάντησε το τέρας, «αντιλαμβάνεσαι πως η βαρβαρότητα και η καλοσύνη δεν
είναι παρά αποχρώσεις του ίδιου χρώματος. Έκανες την επιλογή σου;»
Ο Μπαμπά Αγιούμπ σκούπισε τα δάκρυα του,
πήρε το δρεπάνι του και το έδεσε γύρω από τη μέση του. Προχώρησε αργά
προς την πόρτα, με το κεφάλι σκυφτό.
«Είσαι καλός πατέρας», είπε ο δράκος, καθώς τον προσπερνούσε ο Μπαμπά Αγιούμπ.
«Να καείς στην κόλαση για όσα μου έχεις κάνει», του είπε απαυδισμένα.
Βγήκε από το δωμάτιο και κατευθυνόταν προς την έξοδο, όταν άκουσε τον δράκο να του φωνάζει.
«Πάρε αυτό», του είπε ο δράκος. Το
πλάσμα έδωσε στον Μπαμπά Αγιούμπ ένα γυάλινο φλασκί που περιείχε ένα
σκούρο υγρό. «Πιες το στον δρόμο της επιστροφής σου. Αντίο».
Ο Μπαμπά Αγιούμπ πήρε το φλασκί και έφυγε χωρίς να πει λέξη. ^
Πολλές μέρες αργότερα, η γυναίκα του
ήταν καθισμένη στην άκρη του χωραφιού τους και κοίταζε να δει αν
έρχεται, όπως ο Μπαμπά Αγιούμπ κοίταζε ελπίζοντας να δει τον Κουάις.
Κάθε μέρα που περνούσε, οι ελπίδες της για τον γυρισμό του λιγόστευαν.
Οι συγχωριανοί του είχαν ήδη αρχίσει να μιλούν γι’ αυτόν σε χρόνο
παρελθόντα. Μια μέρα που καθόταν πάνω στο χώμα, με μια προσευχή στα
χείλη της, είδε μια λεπτή φιγούρα να πλησιάζει το Μαϊντάν Σαμπζ από την
κατεύθυνση του βουνού. Στην αρχή τον πήρε για κάποιον χαμένο δερβίση,
ένας λιπόσαρκος άντρας με κουρελιασμένα ρούχα, άδειο βλέμμα, μάτια
ρουφηγμένα βαθιά στις κόγχες τους, και μόνο όταν πλησίασε αναγνώρισε τον
άντρα της. Η καρδιά της φτερούγισε από τη χαρά και φώναξε
ανακουφισμένη.
Αφού πλύθηκε και του έδωσε νερό να πιει
και φαγητό να φάει, ο Μπαμπά Αγιούμπ ξάπλωσε ενώ οι συγχωριανοί του τον
κύκλωσαν και του έκαναν τη μια ερώτηση μετά την άλλη.
«Πού πήγες, Μπαμπά Αγιούμπ;»
‘Τι είδες;»
«Τι σου συνέβη;»
Ο Μπαμπά Αγιούμπ δεν μπορούσε να
απαντήσει επειδή δε θυμόταν τι του είχε συμβεί. Δε θυμόταν τίποτε από το
ταξίδι του, δε θυμόταν που ανέβηκε το βουνό του δράκου, που μίλησε στον
δράκο, το μεγάλο παλάτι, ή τη μεγάλη αίθουσα με τις κουρτίνες. Ήταν σαν
να είχε ξυπνήσει από ένα λησμονημένο όνειρο. Δε θυμόταν τον μυστικό
κήπο, τα παιδιά και, κυρίως, δε θυμόταν που είδε τον γιο του τον Κουάις
να παίζει με τους φίλους του ανάμεσα στα δέντρα. Στην πραγματικότητα,
όταν κάποιος ανέφερε το όνομα του Κουάις, ο Μπαμπά Αγιούμπ ανοιγόκλεισε
τα βλέφαρα του με απορία. «Ποιον;» ρώτησε. Ούτε που θυμόταν πως είχε
κάποτε έναν γιο με αυτό το όνομα.
2 σχόλια:
Καλησπέρα! Αγαπημένο βιβλίο...Όπως και όλα του Χοσεϊνι...
πραγματικα Ειρηνη μου υπεροχο!!!!!
Δημοσίευση σχολίου