Κυριακή 7 Μαΐου 2017

O ευτυχισμένος πρίγκιπας ...

Πριν πολλά χρόνια υπήρχε μια πολιτεία που ήταν ξακουστή για ένα όμορφο μνημείο της. Πάνω στο μνημείο αυτό στεκόταν ένας χρυσός πρίγκιπας με ολόχρυσα ρούχα.
Είχε δύο ζαφείρια για μάτια και κρατούσε μια ασπίδα με ένα κατακόκκινο ρουμπίνι στη μέση.
Το καλοκαίρι είχε τελειώσει και τα αποδημητικά πουλιά άρχιζαν το ταξίδι τους για τις ζεστές χώρες. Ένα χελιδόνι που είχε κουραστεί, κάθισε ανάμεσα στα πόδια του χρυσού πρίγκιπα για να ξεκουραστεί και να συνεχίσει μετά το ταξίδι του για τον τελικό προορισμό του, την Αίγυπτο. Ξαφνικά έπεσαν λίγες σταλαγματιές πάνω στο χελιδόνι και το μούσκεψαν.
«Από πού να ήρθαν αυτές οι σταλαγματιές;» αναρωτήθηκε. «Ο ουρανός είναι πεντακάθαρος και τ’ αστέρια λάμπουν!». Όπως όμως γύρισε το κεφάλι του προς τα πάνω, είδε πως ο χρυσός πρίγκιπας έκλαιγε.
Αγαπητέ μου πρίγκιπα, γιατί κλαις;
…ρώτησε απορημένο το χελιδόνι.
Αν ήξερες τι πόνο νιώθω στην καρδιά μου βλέποντας από δω ψηλά πόση δυστυχία υπάρχει στον κόσμο! Γι αυτό κλαίω! Θα ήθελες άραγε να με βοηθήσεις καλό μου χελιδονάκι;
Πολύ θα το ήθελα αγαπημένε μου πρίγκιπα αλλά δυστυχώς πρέπει να φύγω. Ταξιδεύω για την Αίγυπτο και δεν έχω καθόλου χρόνο. Όλα μου τα αδέλφια πήγαν μακριά κι εγώ δε θα τα προλάβω αν δε βιαστώ.
Σε παρακαλώ, μείνε μόνο γι αυτή τη νύχτα και βοήθησε με.
…παρακάλεσε ο χρυσός πρίγκιπας και συνέχισε…
Εγώ δε μπορώ να κινηθώ. Βοήθησε με σε παρακαλώ! Πιο κάτω μέσα σ’ ένα δωματιάκι ζει μια μητέρα με το άρρωστο παιδάκι της και είναι τόσο φτωχιά που δε μπορεί να του αγοράσει ούτε ένα κιλό πορτοκάλια που χρειάζεται για να γίνει καλά. Το παιδάκι έχει πολύ υψηλό πυρετό. Βγάλε το κόκκινο ρουμπίνι από την ασπίδα μου και πήγαινε το στη μητέρα, σε παρακαλώ!
Μα το χελιδόνι τότε απάντησε…
Δε θέλω να πάω στο παιδί. Τα παιδιά δε μας αγαπάνε. Μας πετάνε πέτρες για να μας χτυπήσουν.
Ο πρίγκιπας όμως επέμενε και του είπε να μην κρατάει κακία στην καρδιά του και το έπεισε τελικά να πάει.
Ας είναι. Για μια νύχτα μόνο θα μείνω κοντά σου και θα σε βοηθήσω.
Έβγαλε αμέσως το ρουμπίνι της ασπίδας με το ράμφος του και πέταξε πάνω από τις στέγες των σπιτιών κι έφτασε μέχρι το δωματιάκι του άρρωστου παιδιού. Η μητέρα του ήταν τόσο κουρασμένη που αποκοιμήθηκε ράβοντας επάνω στο τραπέζι. Το χελιδόνι, άφησε δίπλα της το ρουμπίνι, πλησίασε το άρρωστο παιδί και του έκανε αέρα με τις φτερούγες του. Το παιδί δροσίστηκε και είπε:
Αισθάνομαι καλύτερα. Ο δροσερός αέρας μου κάνει καλό.
Το χελιδονάκι πέταξε γρήγορα κοντά στον χρυσό πρίγκιπα.
Αγαπητέ πρίγκιπα μου, ήρθα να σ’ αποχαιρετήσω. Φεύγω για την Αίγυπτο.
Αχ! Όχι χελιδονάκι μου καλό! Μείνε κι αυτή ακόμη τη νύχτα για να με βοηθήσεις…
…το παρακάλεσε. Το χελιδονάκι είχε τόσο καλή καρδιά που δέχτηκε να μείνει κι αυτή τη νύχτα μαζί του. Ο πρίγκιπας χάρηκε τότε πολύ και του είπε να πάει σε μια καμαρούλα μικρή που έβλεπε έναν φτωχό άνθρωπο. Αδύνατος από την πείνα, ξυλιασμένος από το κρύο και χωρίς να μπορεί να εργαστεί. Ο χρυσός πρίγκιπας ήθελε να τον βοηθήσει, μα το χελιδονάκι απορημένο τον ρώτησε:
Και τι θα του πάω αγαπητέ μου πρίγκιπα; Μήπως έχεις και άλλο ρουμπίνι κρυμμένο;
Όχι, ρουμπίνι δεν έχω άλλο, μα έχω δύο ακριβά ζαφείρια για μάτια. Βγάλε μου το ένα μάτι και πήγαινε το στον φτωχό.
Αυτό αποκλείεται αγαπητέ πρίγκιπα! Δε μπορώ να σου βγάλω το μάτι!
Ο πρίγκιπας όμως επέμενε και τελικά το χελιδόνι τσίμπησε με το ράμφος του το ζαφείρι του ματιού, το έβγαλε και το πήγε στον φτωχό. Το άλλο βράδυ πέταξε πάλι το χελιδόνι στον χρυσό πρίγκιπα.
Ήρθα να σ’ αποχαιρετήσω, φεύγω γρήγορα για την Αφρική.
Μα ο χρυσός πρίγκιπας είχε κι άλλες έγνοιες.
Αχ χελιδονάκι μου καλό, αγαπημένο μου χελιδονάκι, μείνε ακόμη αυτή τη νύχτα κοντά μου και βοήθησε με…
Κι επέμενε τόσο πολύ, ώσπου στο τέλος κι εκείνο είπε:
Πάλι με κατάφερες. Θα μείνω κι αυτή τη νύχτα κοντά σου να σε βοηθήσω.
Δεν έχασε λεπτό ο χρυσός πρίγκιπας και του έδωσε τις νέες οδηγίες.
Αγαπημένο μου χελιδονάκι, βλέπω πέρα μακριά ένα φτωχό κοριτσάκι σε μια πλατεία που πουλάει σπίρτα. Αλίμονο όμως, του έπεσαν στο χαντάκι και τα πήρε το ρέμα. Τώρα κλαίει γιατί αν γυρίσει χωρίς λεφτά στο σπίτι της, ο πατέρας της θα τη δείρει. Τρέξε και βοήθησε αυτό το κοριτσάκι σε παρακαλώ!
Τι θα του πάω όμως;
…ρώτησε το χελιδόνι.
Βγάλε μου και το άλλο μάτι. Από το ζαφείρι θα πάρει πολλά λεφτά το κοριτσάκι.
Μα το χελιδόνι δε συμφωνούσε. Δεν ήθελε να αφήσει τον πρίγκιπα εντελώς τυφλό. Δε μπορούσε να του το κάνει αυτό! Ο πρίγκιπας όμως επέμενε ώσπου το χελιδονάκι υποχώρησε πάλι. Έβγαλε το ζαφείρι και του άλλου ματιού και το πήγε στο κοριτσάκι. Όταν επέστρεψε είπε:
Τώρα πια δε μπορώ να πάω στην Αίγυπτο. Θα μείνω για πάντα κοντά σου. Δε μπορώ να σε αφήσω έτσι τυφλό.
Κι έμεινε το χελιδονάκι και διηγιόνταν ιστορίες από την μακρινή Αίγυπτο, του έλεγε για το μεγάλο ποτάμι που λέγεται Νείλος, για τους κροκοδείλους που υπάρχουν εκεί, για τα λουλούδια του λωτού, τις πεταλούδες και τόσα άλλα! Κι ο πρίγκιπας άκουγε και όταν σταματούσαν οι ιστορίες για τα ξένα μέρη, ρωτούσε το χελιδονάκι που καθόταν επάνω στους ώμους του:
Αγαπημένο μου χελιδονάκι πες μου σε παρακαλώ τι βλέπεις κάτω στη μεγάλη πολιτεία;
Και το χελιδονάκι τότε του έλεγε για τους πλούσιους και τους φτωχούς, για την πείνα και τις αρρώστιες, για την φτώχεια και την δυστυχία που έβλεπε στη μεγάλη πόλη. Ο χρυσός πρίγκιπας συγκινούνταν με όλα αυτά και με τη βοήθεια του χελιδονιού έστελνε ένα ένα τα χρυσά φύλλα της στολής του σε όποιον είχε ανάγκη, επειδή δεν είχε άλλα πετράδια. Στο τέλος δεν έμεινε τίποτε από τα χρυσά στολίδια της στολής του. Τώρα ο πρίγκιπας ήταν ένας γκρίζος και άσχημος όγκος στη μέση της πλατείας.
Ήρθε εν τω μεταξύ και ο κρύος χειμώνας. Χιόνι παντού. Το χελιδονάκι πάγωνε όλο και περισσότερο και κατάλαβε ότι θα πέθαινε.
Αγαπημένε μου πρίγκιπα, τώρα πια θα χωριστούμε. Θα φύγω.
Ναι, ναι είναι πολύ κρύα εδώ για σένα. Φύγε, πέταξε γρήγορα για την Αίγυπτο.
Μα το χελιδόνι του απάντησε ότι δε θα πήγαινε στην Αίγυπτο. Θα πήγαινε εκεί που πηγαίνουν οι νεκροί. Κι αμέσως έπεσε παγωμένο μπροστά στα πόδια του πρίγκιπα. Την ίδια στιγμή ακούστηκε ένα κρακ! Στο στήθος του πρίγκιπα η καρδιά του έσπασε. Οι άνθρωποι επειδή το μνημείο τώρα χωρίς τα χρυσάφια και τα πετράδια ήταν άσχημο, το γκρέμισαν και το έλιωσαν. Μόνο η καρδιά του πρίγκιπα δεν έλιωσε. Γι αυτό την πέταξαν μαζί με κάτι άλλα σκουπίδια. Εκεί δίπλα ήταν και το νεκρό χελιδονάκι.
Την ημέρα εκείνη ο Θεός ψηλά στον ουρανό είπε σ’ έναν άγγελο του.
Πήγαινε στην μεγάλη πολιτεία και φέρε μου τα δύο καλύτερα πράγματα που θα βρεις.
Ο άγγελος έψαξε, έψαξε πολύ. Στο τέλος βρήκε επάνω σε ένα σωρό από σκουπίδια την σπασμένη καρδιά του χρυσού πρίγκιπα και δίπλα ακριβώς το νεκρό χελιδονάκι. Αυτά τα δύο έφερε στο Θεό. Ο Θεός χάρηκε και είπε ότι πραγματικά αυτά ήταν τα δύο καλύτερα πράγματα που βρίσκονταν στη μεγάλη πολιτεία.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Design by Wordpress Templates | Bloggerized by Free Blogger Templates | Web Hosting Comparisons