
“Κάποτε η θάλασσα ερωτεύτηκε το φεγγάρι,ενώ θα ‘πρεπε να ερωτευτεί την ακτή.
Μήνες ολόκληρους βασανιζόταν, να μη παραδοθεί σε αυτόν τον έρωτα.
Αρρώστησε βαρειά από τούτο τον μεγάλο της πόθο. Κανένα πλάσμα
του βυθού δε μπορούσε να την παρηγορήσει, δε μπορούσε να την πείσει πως
μακριά από το φεγγάρι θα ήταν καλά.
Το φεγγάρι, τη φώτιζε, κάθε βράδυ τη φώτιζε πλατειά και ασημένια.
Και μια νύχτα του παραδόθηκε.
Όλοι τους συζητούσαν. Δεν είχαν κανένα κοινό, έτσι όπως το φεγγάρι άνηκε στον ουρανό και η θάλασσα στη γη.
Μα η θάλασσα χαμογελούσε συνέχεια στο φεγγάρι και το φεγγάρι στη
θάλασσα και οι δυο τους θλίβονταν, όταν τους έκρυβαν τα σύννεφα.
Κι ακούραστα, αγαπιόντουσαν.
Περνούσαν μέρες χωρίς να ειδωθούν. Για το φεγγάρι τα προβλήματα...