Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα «Σ΄αγαπώ».
Φαινομενικά, ήταν ίδιο με όλα τα «Σ΄αγαπώ» του κόσμου.
Αυτά που έχουν γραφτεί με τα ίδια ακριβώς γράμματα. Αυτά που έχουν ειπωθεί με ανθρώπινη φωνή.
Στολισμένα με βαρύγδουπες εκφράσεις που τα συνοδεύουν στην πορεία τους.
Υπάρχουν όμως κάποια «Σ΄αγαπώ» που δεν μοιάζουν με τα υπόλοιπα.
Στέκονται μόνα τους και δεν στηρίζονται πουθενά.
Δεν υπήρξαν ποτέ σκοινιά για να τα πιάσουν, βάσεις για να τα κρατήσουν, χέρια προς βοήθεια ή πόδια για να τα προτρέψουν σε φυγή.
Παραμένουν μετέωρα, σχεδόν εγκαταλελειμμένα, απομακρυσμένα από ωραιοποιημένες καταστάσεις, καθημερινές εικόνες, ασήμαντες αναμνήσεις.
Γεννήθηκαν μια μέρα ξαφνικά χωρίς κλάματα. Χωρίς να πεινάνε ή να διψάνε.
Δεν τα νανούρισε κανείς για να κοιμηθούν. Δεν τα χάιδεψε κανείς στην πλάτη για να ηρεμήσουν.
Μεγάλωσαν και γιγαντώθηκαν όπως οι άνθρωποι που ζουν στη φύση τρώγοντας απ αυτήν, πίνοντας απ αυτήν, ζώντας απ αυτήν.
Τα γράμματα που έπρεπε, τα έμαθαν μόνα τους. Σχολείο να τους μάθει δεν υπήρξε. Δεν τους δίδαξε κανείς τα «πρέπει» μεγαλώνοντας.
Μ΄ένα τεράστιο «θέλω να ζήσω» ξεκίνησαν, μ ένα τεράστιο «θα ζήσω», συνεχίζουν.
Αποφασισμένα για τα πάντα, παλεύουν με το φόβο. Στα ίσια, κοιτάζοντάς τον ευθεία στα μάτια.
Τα λάθη τους τα αναγνωρίζουν και τα αποδέχονται χωρίς δεύτερη σκέψη. Με τον ίδιο τρόπο κάνουν κάθε δυνατή προσπάθεια να τα διορθώσουν.
Δεν θα μπορέσουν ποτέ να απαντήσουν σε «γιατί».
Γιατί δεν ξέρουν, είναι πάντα η απάντηση.
Πώς να κάνεις συγκεκριμένο, κάτι τόσο μεγάλο; Δεν μπήκαν ποτέ όρια για να τα προσδιορίσουν.
Δεν βασίστηκαν ποτέ στην ανάγκη, την απόρριψη, το παιχνίδι, την ανασφάλεια, την εξάρτηση, τη συμπόνια ή την αβεβαιότητα.
Δεν ειπώθηκαν ποτέ με λύπη, παράπονο ή παρακάλια, δεν ειπώθηκαν με σκοπό να πάρουν κάτι σαν αντίτιμο.
Δεν ξοδεύτηκαν, δεν ήταν μάταιη η ύπαρξή τους.
Δεν αιχμαλώτισαν ποτέ ανθρώπινες συνειδήσεις. Ανθρώπινες ζωές.
Δεν πληρώθηκαν ποτέ με χρήματα, σπίτια, βοήθεια ή συμπαράσταση.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα «Σ΄αγαπώ».
Δημιούργημα ενός ονείρου που γινόταν σιγά σιγά πραγματικότητα. Δημιούργημα σκέψεων μιας άλλης ζωής, αυτής που κλήθηκε να υπηρετήσει σε ετούτη.
Ειπώθηκε ένα βράδυ μαζί με τη μουρμούρα του ύπνου και κάτι πλεγμένα χέρια και πόδια που δεν ήθελαν να χωρίσουν.
Ξημέρωσε κάτι πρωινά από τον ήλιο κι όχι από ενοχλητικά ξυπνητήρια που κάποιος έπρεπε να κλείσει.
Πλύθηκε με παγωμένο νερό, ζεστάθηκε μ έναν πρωινό καφέ ανάμεσα στα δάχτυλα.
Κρατήθηκε δίπλα σε κάτι λέξεις που μπορεί να μη σήμαιναν τίποτα, αλλά τελικά σήμαιναν τα πάντα.
Άναψε δίπλα από κάτι φώτα, κρατήθηκε ζωντανό μέσα στα σκοτάδια.
Διάβασε παραμύθια φτιαγμένα για πραγματικούς ανθρώπους, όχι για ψεύτικους ήρωες.
Περίμενε χωρίς να περιμένει τίποτα.
Περίμενε γιατί δεν ήθελε να περιμένει τίποτα.
Ξεχώρισε από το σωρό γιατί δεν είχε τίποτα να κερδίσει. Και τίποτα να χάσει.
Δεν σκέφτηκε ποτέ να οπισθοχωρήσει για κανένα λόγο. Ακόμα κι όταν μπορούσε με προσπάθεια.
Κι αν κάποια στιγμή σταματήσει να ζει, δεν θα σταματήσει να υπάρχει.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα «Σ΄αγαπώ».
Ακόμα είναι.
Φαινομενικά, ήταν ίδιο με όλα τα «Σ΄αγαπώ» του κόσμου.
Αυτά που έχουν γραφτεί με τα ίδια ακριβώς γράμματα. Αυτά που έχουν ειπωθεί με ανθρώπινη φωνή.
Στολισμένα με βαρύγδουπες εκφράσεις που τα συνοδεύουν στην πορεία τους.
Υπάρχουν όμως κάποια «Σ΄αγαπώ» που δεν μοιάζουν με τα υπόλοιπα.
Στέκονται μόνα τους και δεν στηρίζονται πουθενά.
Δεν υπήρξαν ποτέ σκοινιά για να τα πιάσουν, βάσεις για να τα κρατήσουν, χέρια προς βοήθεια ή πόδια για να τα προτρέψουν σε φυγή.
Παραμένουν μετέωρα, σχεδόν εγκαταλελειμμένα, απομακρυσμένα από ωραιοποιημένες καταστάσεις, καθημερινές εικόνες, ασήμαντες αναμνήσεις.
Γεννήθηκαν μια μέρα ξαφνικά χωρίς κλάματα. Χωρίς να πεινάνε ή να διψάνε.
Δεν τα νανούρισε κανείς για να κοιμηθούν. Δεν τα χάιδεψε κανείς στην πλάτη για να ηρεμήσουν.
Μεγάλωσαν και γιγαντώθηκαν όπως οι άνθρωποι που ζουν στη φύση τρώγοντας απ αυτήν, πίνοντας απ αυτήν, ζώντας απ αυτήν.
Τα γράμματα που έπρεπε, τα έμαθαν μόνα τους. Σχολείο να τους μάθει δεν υπήρξε. Δεν τους δίδαξε κανείς τα «πρέπει» μεγαλώνοντας.
Μ΄ένα τεράστιο «θέλω να ζήσω» ξεκίνησαν, μ ένα τεράστιο «θα ζήσω», συνεχίζουν.
Αποφασισμένα για τα πάντα, παλεύουν με το φόβο. Στα ίσια, κοιτάζοντάς τον ευθεία στα μάτια.
Τα λάθη τους τα αναγνωρίζουν και τα αποδέχονται χωρίς δεύτερη σκέψη. Με τον ίδιο τρόπο κάνουν κάθε δυνατή προσπάθεια να τα διορθώσουν.
Δεν θα μπορέσουν ποτέ να απαντήσουν σε «γιατί».
Γιατί δεν ξέρουν, είναι πάντα η απάντηση.
Πώς να κάνεις συγκεκριμένο, κάτι τόσο μεγάλο; Δεν μπήκαν ποτέ όρια για να τα προσδιορίσουν.
Δεν βασίστηκαν ποτέ στην ανάγκη, την απόρριψη, το παιχνίδι, την ανασφάλεια, την εξάρτηση, τη συμπόνια ή την αβεβαιότητα.
Δεν ειπώθηκαν ποτέ με λύπη, παράπονο ή παρακάλια, δεν ειπώθηκαν με σκοπό να πάρουν κάτι σαν αντίτιμο.
Δεν ξοδεύτηκαν, δεν ήταν μάταιη η ύπαρξή τους.
Δεν αιχμαλώτισαν ποτέ ανθρώπινες συνειδήσεις. Ανθρώπινες ζωές.
Δεν πληρώθηκαν ποτέ με χρήματα, σπίτια, βοήθεια ή συμπαράσταση.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα «Σ΄αγαπώ».
Δημιούργημα ενός ονείρου που γινόταν σιγά σιγά πραγματικότητα. Δημιούργημα σκέψεων μιας άλλης ζωής, αυτής που κλήθηκε να υπηρετήσει σε ετούτη.
Ειπώθηκε ένα βράδυ μαζί με τη μουρμούρα του ύπνου και κάτι πλεγμένα χέρια και πόδια που δεν ήθελαν να χωρίσουν.
Ξημέρωσε κάτι πρωινά από τον ήλιο κι όχι από ενοχλητικά ξυπνητήρια που κάποιος έπρεπε να κλείσει.
Πλύθηκε με παγωμένο νερό, ζεστάθηκε μ έναν πρωινό καφέ ανάμεσα στα δάχτυλα.
Κρατήθηκε δίπλα σε κάτι λέξεις που μπορεί να μη σήμαιναν τίποτα, αλλά τελικά σήμαιναν τα πάντα.
Άναψε δίπλα από κάτι φώτα, κρατήθηκε ζωντανό μέσα στα σκοτάδια.
Διάβασε παραμύθια φτιαγμένα για πραγματικούς ανθρώπους, όχι για ψεύτικους ήρωες.
Περίμενε χωρίς να περιμένει τίποτα.
Περίμενε γιατί δεν ήθελε να περιμένει τίποτα.
Ξεχώρισε από το σωρό γιατί δεν είχε τίποτα να κερδίσει. Και τίποτα να χάσει.
Δεν σκέφτηκε ποτέ να οπισθοχωρήσει για κανένα λόγο. Ακόμα κι όταν μπορούσε με προσπάθεια.
Κι αν κάποια στιγμή σταματήσει να ζει, δεν θα σταματήσει να υπάρχει.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα «Σ΄αγαπώ».
Ακόμα είναι.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου